- ώκιστος
- -ίστη, -ον, Α(υπερθ. βαθμός τού ὠκύς) τάχιστος.επίρρ...ὤκιστα Ατάχιστα.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ὠκύς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὤκιστος — ὠκύς quick masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωκύς — εῑα, ύ, ΜΑ, θηλ. και ὠκύς Μ (ιδίως ως προσωνυμία τού Αχιλλέως) ταχύς, γρήγορος, ευκίνητος («τοῑσι δ ἀνιστάμενος μετέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για πτηνό) ταχύπτερος 2. (για πλοίο) ταχύπλοος 3. (για βέλος) ὠκύπορος* 4. οξύς («ὠκὺ… … Dictionary of Greek
ώκιστα — Α επίρρ. βλ. ὤκιστος … Dictionary of Greek
ōk̂ u -s — ōk̂ u s English meaning: quick Deutsche Übersetzung: ‘schnell” Grammatical information: compar. ōk̂ i̯ ōs, superl. ōk̂ isto Material: O.Ind. üs u “quick, fast”, compar. üsīyün, superl. üsiṣṭha , Av. üsu “quick, fast”,… … Proto-Indo-European etymological dictionary